ἀνδροτής

ἀνδροτής
ἀνδρότης
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανδροτής — ἀνδροτής, ῆτος, ἡ (Α) ανδρική ηλικία, ανδροσύνη, ανδρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Στον Όμηρο απαντά τ. αδροτήτα ο οποίος ή αποτελεί κεντρική παραλλαγή τού ανδροτήτα ή θα πρέπει να διορθωθεί σε δροτήτα] …   Dictionary of Greek

  • ἀνδροτῆτα — ἀνδρότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροτῆτος — ἀνδρότης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρότητα — ἀνδρότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”